αναδρομικότητα — Η ισχύς ενός νόμου σε σχέσεις οι οποίες προϋπήρξαν της έκδοσής του. Ο νόμος κανονικά δεν έχει αναδρομική ισχύ, αλλά σε περίπτωση ανάγκης μπορεί ο νομοθέτης να δώσει αναδρομική ισχύ σε συγκεκριμένο νόμο ή σε ορισμένες διατάξεις του. * * * η το να… … Dictionary of Greek
έγκριση — (Νομ.). Η απαιτούμενη –σε ορισμένες περιπτώσεις– συγκατάθεση ενός προσώπου μετά την επιχείρηση μιας δικαιοπραξίας, προκειμένου να εξασφαλιστεί το κύρος της και μάλιστα αναδρομικά. Έτσι, η εκ των υστέρων έ. των πράξεων ενός δικηγόρου που ενήργησε… … Dictionary of Greek
αναδρομικός — ή, ό 1. αυτός που κινείται προς τα πίσω, οπισθοχωρητικός, οπισθοβατικός 2. αυτός που κινείται προς τα επάνω, ο ανάδρομος 3. αυτός που σχετίζεται με το παρελθόν αλλά εφαρμόζεται στο παρόν, οπισθοδρομικός, οπισθενεργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάδρομος. ΠΑΡ … Dictionary of Greek
οπισθενέργεια — η ενέργεια που ισχύει και για το παρελθόν, αναδρομική ισχύς, αναδρομικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί απόδοση τού ιταλ. retroattivita. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν] … Dictionary of Greek